- τραχύς-τραχεία
- rugo's-rugosa
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
τραχεία — I Μικρό νησί στη συστάδα των Οθονών, πολύ κοντά στο νησί Μαλθάκι, που ονομάζεται και Σαμοθράκη. II Οικισμός (υψόμ. 270 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγονται και οι… … Dictionary of Greek
τραχεῖα — τρᾱχεῖα , τραχύς jagged fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχεῖᾳ — τρᾱχεῖαι , τραχύς jagged fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχεία — τρᾱχείᾱ , τραχύς jagged fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχείᾳ — τρᾱχείᾱͅ , τραχύς jagged fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Luftröhre — Kehlkopf, Luftröhre und Bronchialsystem Die Luftröhre oder fachsprachlich die Trachea (von altgriechisch τραχύς trachýs ‚rau‘;[1][2] … Deutsch Wikipedia
Tracheotomie — (1) Schildknorpel (2) Ligamentum cricothyroideum (3) Ringknorpel (4) Luftröhre (A) Lokalisation der Koniotomie (B) Lokalisation der Tracheotomie Die Tracheotomie (von altgriechisch τραχύς trachýs ‚rau‘ und τομ … Deutsch Wikipedia
οκριόεις — ὀκριόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για ακατέργαστη πέτρα) αυτός που έχει πολλές εξοχές, που έχει ανώμαλη επιφάνεια, τραχύς («τῇ ῥ ἐπὶ οἶ μεμαῶτα βάλειν λίθῳ ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ.) 2. οξύς, αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «ανώμαλη προεξοχή, τραχεία επιφάνεια» … Dictionary of Greek